-
1 δίψα
A thirst,δ. τε καὶ λιμός Il.19.166
;πεῖνα καὶ δ. Pl.R. 585a
;δίψῃ ξυνέχεσθαι Th.2.49
, etc.; of trees, Antiph.231.6, PFlor.176.12 (iii A. D.): pl., Arist.EN 1154b3. -
2 Διψά η αυλή σου για νερό και συ το χύνεις έξω
• Чего немножко, того не мечи в окошкоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Διψά η αυλή σου για νερό και συ το χύνεις έξω
-
3 Όποιος διψά, βρύσες βλέπει στ' όνειρά του
Όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται– Ο πεινασμένος βλέπει ψωμιά κι ο διψασμένος βρύσες, και ο ξυπόλητος θωρεί παπούτσια με τις μύτες– Όποιος διψά, βρύσες βλέπει στ' όνειρά του– Το νηστικό τ' ορνίθι βλέπει στον ύπνο του καλαμπόκι• Голодной курице просо снитсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος διψά, βρύσες βλέπει στ' όνειρά του
-
4 Ο πεινασμένος βλέπει ψωμιά κι ο διψασμένος βρύσες, και ο ξυπόλητος θωρεί παπούτσια με τις μύτες
Όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται– Ο πεινασμένος βλέπει ψωμιά κι ο διψασμένος βρύσες, και ο ξυπόλητος θωρεί παπούτσια με τις μύτες– Όποιος διψά, βρύσες βλέπει στ' όνειρά του– Το νηστικό τ' ορνίθι βλέπει στον ύπνο του καλαμπόκι• Голодной курице просо снитсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο πεινασμένος βλέπει ψωμιά κι ο διψασμένος βρύσες, και ο ξυπόλητος θωρεί παπούτσια με τις μύτες
-
5 πεῖνα
A hunger, famine,πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐπέρχεται Od. 15.407
; πεῖνα (v.l. πείνη ) ; δίψαν.. καὶ πεῖναν ib. 437d ;δίψα καὶ πεῖνα Arist. de An. 414b11
;πείνην τε καὶ δίψος Pl.Phlb. 34d
; πείνη ib. 31e, Ly. 221a : pl.,δίψαι καὶ πεῖναι Arist. Rh. 1389a9
.2 metaph., hunger or longing for a thing,διὰ μαθημάτων πείνην Pl.Phlb. 52a
. (In nom. and acc. sg. Pl. usu. has πείνη -ην, v. supr.) -
6 πεῖνα
πεῖνα, ἡ, ion. u. ev. πείνη, welche Form auch Plat. Phil. 31 e Lys. 221 a u. sonst sich findet (verwandt mit πένομαι, πένης?). Hunger, Hungersnoth; Od. 15, 407; πεῖνα καὶ δίψα, Plat. Rep. IX, 585 a; Folgde; auch übertr., heftige Begierde, μαϑημάτων, Plat. Phil. 52 a.
-
7 κένωσις
-
8 κένωσις
A emptying, depletion, οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα.. κενώσεις τινές εἰσι .. ; Pl.R. 585b, cf. Phlb. 35b, BGU904.13 (ii A.D.): —poet. [full] κενέωσις,πόντου κ. ἀνὰ πέδον Pi.Fr.107.12
: metaph.,κένωσις βίου Vett.Val.190.30
;κ. τοῦ γιγνώσκειν Iamb.Comm.Math.11
.2 Medic., evacuation, Hp.Aph.2.8, interpol.in Dsc.2.50; κ. τῶν οἰκείων, opp. κάθαρσις τῶν ἀλλοτρίων, Gal.18(2).134.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κένωσις
-
9 κνῖσος
κνῖσος oder κνῖσσος, τό, Nebenform von ἡ κνῖσα, wie ἡ δίψα, τὸ δίψος, ἡ πάϑη, τὸ πάϑος. Der sing. von τὸ κνῖσος wird in einem Schol. Iliad. 2, 423 aus einem nicht genannten Komiker angeführt, τὸ κνῖσος όπτῶν ὀλλύεις τοὺς γείτονας, Meineke Com. Graec. 4 p. 687. Der plural. τὰ κνίση erscheint in Stellen Homers als var. lect. So Iliad. 21, 363, ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον, ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ, | κνίσην μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο, | πάντοϑεν ἀμβολάδην, ὑπὸ δὲ ξύλα κάγκανα κεῖται, | ἃς τοῠ καλὰ ῥέεϑρα πυρὶ φλέγετο, ζέε δ' ὕδωρ. Hierzu giebt es im cod. A folgendes Scholium aus Aristonicus: μελδόμενος: (ἡ διπλῆ,) ὅτι ἀντὶ τοῦ μέλδων, τήκων τὰ κνίση, παϑητικὸν ἀντὶ τοῦ ἐνεργητικοῦ. Hiernach also hat Aristarch geschrieben κνίση μελδόμενος, neutr. plur. τὰ κνίση. Dagegen in mehreren aus Didymus ausgezogenen Scholien und Theilen von Scholien wird bezeugt, daß Aristarch κνίσην geschrieben habe; Schol. Ακνίσην: οὕτως Ἀρίσταρχος· ἄλλοι δὲ κνίσης; ein anderes, an das Aristonicëische sich anschließendes Schol. A γράφουσι δέ τινες κνίσην σὺν τῷ ν· οὕτως γὰρ καὶ Ἀρίσταρχος, καί φησιν, ὅτι ἀντὶ τοῦ τηκόμενος, ὅπερ ἰσοδυναμεῖ τῷ τήκων. κνίσην δὲ πᾶν τὸ πιμελές. Der Widerspruch zwischen Didymus und Aristonicus ist darauf zurückzuführen, daß Aristonicus Angabe sich auf Aristarchs zweite Ausgabe bezieht, Didymus Angabe auf Aristarchs erste Ausgabe. Aristonicus Werk erklärte überall lediglich Aristarchs zweite Ausgabe, s. Sengebüsch Homer. dissert. 1 p. 34. Die Worte Aristarchs aber, welche in dem zweiten Didymeischen Scholium A angeführt werden, καί φησιν, ὅτι ἀντὶ τοῠ τηκόμενος, ὅπερ ἰσοδυναμεῖ τῷ τήκων. κνίσην δὲ πᾶν τὸ πιμελές, sind unzweifelhaft aus einem ὑπόμνημα Aristarchs geschöpft. Hypomnemata aber hat Aristarch nur zu Aristophanes Ausgabe und zu seiner eigenen ersten Ausgabe geschrieben; seine zweite Ausgabe war von keinen Hypomnematis begleitet, s. Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 27. Nun scheint es sicher, daß Didymus, auf Aristarchs ὑπομνήματα sich verlassend, wirklich κνίσην hier für die einzige Aristarchische Lesart hielt. Denn wenn man annehmen wollte, daß Didymus selbst geschrieben habe διχῶς Ἀρίσταρχος, κνίσην καὶ κνίση oder ἐν μὲν τῇ προτέρᾳ τῶν Ἀρισταρχείων ἐγέγραπτο κ νίσ η ν, ἐν δὲ τῇ ἑτέρᾳ κ νίσ η oder dergl., wie könnte man da den Umstand erklären, daß keine einzige der aus Didymus stammenden Nachrichten auch nur eine Spur von der doppelten Lesart enthält, sondern alle sammt und sonders behaupten, daß die einzige Aristarchische Lesart κνίσην gewesen sei? Es gehört aber außer den beiden oben angeführten Scholien A hierher auch der aus Didymus und Aristonicus zusammengeflossene Anfang eines Scholiums B: σὺν τῷ ν Ἀρίσταρχος. τὸ δὲ μελδόμενος ἀντὶ τοῦ τήκων. κνίση δὲ πᾶν τὸ πιμελές. τινὲς δὲ οὐδετέρως ἤκουον, ἵν' ᾖ τὰ κνίση, ὡς τὸ » Τηλέμαχος τεμένη νέμεται ( Odyss. 1), 1851«. ἀλλ' ἀεὶ παρ' Ὁμήρῳ ἡ κνίσα ϑηλυκῶς εἴρηται. Bis πιμελές fußt der Verfasser auf Didymus, von da ab bis νέμεται auf Aristonicus. Daß in diesem zweiten auf Aristonicus fußenden Theile der Darstellung nicht Aristarch als Auctor der Lesart τὰ κνίση genannt wird, sondern statt des Namens ein τινές erscheint, kommt ganz einfach daher, weil in Aristonicus Werke hier wie sonst überall Aristarch gar nicht genannt war. Ob das Citat aus Odyss. 11, 185 vom Verfasser des Scholiums selber hinzugethan ist, höchst passend, oder ob das Werk des Aristonicus selbst dies Citat schon enthielt, so daß es aus dem oben vorgelegten Scholium A des Aristonicus durch Schuld eines Epitomators verschwand, läßt sich schwerlich entscheiden. Ein anderes Scholium B fängt so an: οἱ μὲν οὖν διορϑοῦντες ἠξίουν μετὰ τοῦ ν γράφειν, κνίσ ην μελδόμενος, ἀντὶ τοῦ τήκων ἀκούοντες, ἵν' ᾖ τὴν κνίσαν τήκων. οὐκ εἶχον δὲ παρ' Ὁμήρῳ δεικνύναι οὐδετέρως τὸ κνίσσος λεγόμενον, ἀλλ' ἀεὶ ϑηλυκῶς. Dies ist bis τὴν κνίσαν τήκων sicher aus Didymus geflossen; auch der Ausdruck οἱ διορϑοῦντες zeigt den Didymus an, dessen Buch Περὶ τῆς Ἀρισταρχείου διορϑώσεως betitelt war. Dasselbe Scholium steht, als Auseinandersetzung des Porphyrius bezeichnet, im cod. Paris. 2679, Cramer An. Paris. 3 p. 28; es ist aber im Paris. länger, indem an das auch im B Stehende sich im Paris. noch eine entstellte Auseinandersetzung anschließt: δύναται καὶ οὐδετέρως κνίσση, ὡς ἡ κωμῳδία »τὸ κνίδος ὀπτῶ«. ἄλλοι δὲ τὸ κνίσος εἰς τοὺς γείτονας (verderbt aus τὸ κνῖσος ὀπτῶν ὀλλύεις τοὺς γείτονας, s. oben), ὁ δὲ ποιητὴς ἀεὶ ϑηλυκῶς τὴν κνίσσαν φησίν κτἑ. An dieses Scholium reih't sich dann im Paris. mit ἄλλως ein anderes, auf Aristonicus fußendes, von Didymus Nichts wissendes: ὡς ἀπὸ εὐϑείας οὐδετέρας τῶν πληϑυντικῶν, ὅτι οὐκ ἔστι παρὰ τὸ τὰ μέλη ἔλδειν τὸ μελδόμενος, ἀλλ' ἀπὸτοῦ ἄλδω, ὅϑεν τὸ »μέλε' ἤλδανε«, τὸ μελδόμενος παϑητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῠ τοῦ μέλδων, ὅ ἐστι κατατήκων. Das Ende des Porphyrianischen Scholiums mit dem andern, durch ἄλλως angeknüpften findet sich auch im Paris. 2766, Cramer An. Paris. 3 p. 292. Bei Eustath. Iliad. 21, 363 p. 1241, 10 sqq. wird Aristarch nicht genannt; die Lesarten (τῇ) κνίσσῃ und (τὰ) κνίσση werden besprochen, die Lesart κνίσην ist nicht erwähnt; über Didymus läßt sich aus Eustathius Nichts ersehen. Wir haben aber doch über Didymus schon eine Reihe von Zeugnissen, deren Vergleichung es zweifellos zu machen scheint, daß Didymus hier in der That (τὰ) κνίση als Lesart der ἑτέρα nicht kannte, sondern κνίσην für die einzige Aristarchische Lesart hielt. – Iliad. 2, 423 heißt es μηρούς τ' ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν | δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ' αὐτῶν δ' ὠμοϑέτησαν. Hierzu giebt es folgendes Scholium BL: κατά τε κνίση ἐκάλυψαν: Ἀρίσταρχος τὰ κνίση οὐδετέρως ἀκούει, καίτοι εἰπὼν οὐδὲν ἀδιαίρετον εἶναι τῶν εἰς ος ληγόντων οὐδετέρων. παρ' Ὁμήρῳ κατὰ τὸ πληϑυντικόν· τείχεα γὰρ καὶ βέλεα λέγει. ἀλλ' ὥσπερ τὰ τεμένη ἀδιαιρέτως εἴρηκεν, ὡς τὸ »Τηλέμαχος τεμένη νέμεται ( Odyss. 1), 1851«, οὕτω καὶ τὰ κνίση. καὶ ἔστιν ἐν τῇ κωμῳδίᾳ τὸ ἑνικόν· »τὸ κνῖσσος ὀπτῶν ὀλλύεις τοὺς γείτονας«. πλεονάζει δὲ Ὅμηρος τῇ ϑηλυκῇ προςηγορίᾳ. σημαίνει δὲ καὶ τὴν ἀναϑυμίασιν τῶν κρεῶν, ὡς ὅταν λέγῃ »καὶ τότε με κνίσσης ἀμφήλυϑεν ἡδὺς ἀυτμή. ( Odyss. 12, 369)« καὶ »κνίσση δ' οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ ( Iliad. 1, 317)«. σημαίνει καὶ τὸ λίπος, ὡς ἐπὶ τῶν γαστέρων ἔφη »ἐμπλείην κνίσσης τε καὶ αἵματος ( Odyss. 18, 119)«. σημαίνει καὶ τὸν ἐπίπλουν, ὡς ὧδε· »κατά τε κνίσσῃ ἐκάλυψαν, δίπτυχα ποιήσαντες«. διπλᾶ γὰρ ποιήσαντες τὰ κνίσση, τοὺς μηροὺς ἐπεκάλυψαν. δίπτυχα δὲ αὐτὰ τὰ κνίση· ἐπεὶ γὰρ δύο οἱ μηροί, τὸν ἐπίπλουν εἰς δύο διελόντες ἑκάτερον αὐτῶν ϑατέρῳ μέρει τοῦ ἐπίπλου ἐκάλυπτον. Den letzten Theil der Auseinandersetzung von δίπτυχα ποιήσαντες. διπλᾶ γάρ ab hat Bachmann als besonderes Scholium zu vs. 424. Der erste Theil der höchst lehrreichen Auseinandersetzung besagt deutlich Folgendes: Aristarch schrieb zuerst κνίσῃ, κατεκάλυψαν κνίσῃ μηρούς, = »sie umgaben die Knochen mit der Fetthaut«, später jedoch schrieb Aristarch (τὰ) κνίση, κατεκάλυψαν τὰ κνίση = »sie legten die Fetthaut herum«. Aristarch ward zuerst, als er die Lesart (τῇ) κνίσῃ vorzog, von der Ansicht geleitet, daß Homer den nom. acc. voc. plur. der Neutra auf ος sonst nirgends contrahire, also τὰ κνίση hier eben so wenig gesagt haben werde wie anderswo τὰ τείχη, τὰ βέλη u. s. w. Diese seine frühere Ansicht (καίτοι εἰπών) gab jedoch Aristarch auf, weil ersich überzeugt hatte, daß Odyss. 11, 185 die Lesart τεμένη der Lesart τεμένεα vorzuziehen sei. Sobald dies feststand, fiel auch Iliad. 2, 423 der Grund weg, die Lesart (τῇ) κνίσῃ vor der Lesart (τὰ) κνίση zu bevorzugen. Abgesehn von diplomatischen Rücksichten, die bei Aristarch überall in erster Linie maßgebend waren, schließt sich das δίπτυχα ποιήσαντες offenbar an (τὰ) κνίση weit besser an als an (τῇ) κνίσῃ. Ueber die Construction vergleiche man das Didymeische Scholium A Iliad. 24, 20. 21, welches, nach Bekker ohne Lemma, nach Villoison mit dem Lemma περὶ δ' αἰγίδι πάντα κάλυπτεν χρυσείῃ, also lautet: οὕτως αἰγίδα χρυσείην αἱ Ἀριστάρχου· περὶ ὅλον αὐτὸν ἐκάλυπτε τὴν χρυσῆν αἰγίδα. καὶ μήποτε Ὁμηρικώτερον· »τοῖόν τοι ἐγὼ νέφος ἀμφικαλύψω χρύσεον ( Iliad. 14, 343)«. Hieran schließt Bekker aus V die Bemerkung καὶ »τόσσην οἱ ἄσιν καϑύπερϑε καλύψω ( Iliad. 21, 321)«. Mit dem Siege der Lesart τεμένη Odyss. 11, 185 fiel auch der Grund weg, Iliad. 21, 363 die Lesart κνίσην vor der Lesart (τὰ) κνίση zu bevorzugen, welche letztere dort eben auch diplomatisch besser beglaubigt gewesen sein wird. Diese drei Stellen stehn in unlösbarem Zusammenhange: in Aristarchs erster Ausgabe stand Odyss. 11, 185 τεμένεα, Iliad. 2, 423 (τῇ) κνίσῃ, Iliad. 21, 363 κνίσην, in Aristarchs zweiter Ausgabe Odyss. 11, 185 τεμένη, Iliad. 2, 423 und 21, 363 (τὰ) κνίση. Die Stelle Iliad. 2, 423 kehrt Iliad. 1, 460 und Odyss. 12, 360 wörtlich wieder, und fast wörtlich Odyss. 3, 457, ἄφαρ δ' ἐκ μηρία τάμνον | πάντα κατὰ μοῖραν, κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν | δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ' αὐτῶν δ' ὠμοϑέτησαν. Ueber diese Parallelstellen scheint es keine hierher gehörige Ueberlieferung zu geben; sie werden in Aristarchs Ausgaben wohl das Schicksal von Iliad. 2, 423 getheilt haben. Was Didymus von Aristarch berichtete, ist auch Iliad. 2, 423 nicht zu erkennen. In Bezug auf Odyss. 11, 185 befand er sich, so scheint es, in demselben Irrthume wie Iliad. 21, 363, indem er die Lesart der ersten Aristarchischen Ausgabe für die einzige Aristarchische hielt. Man vergleiche hierüber in diesem Wörterbuche den Artikel τέμενος. Ein anderer ähnlicher Fall ist in diesem Wörterbuche s. v. ἑῶμεν erörtert. Ueber die Stellen Iliad. 21, 363. 2, 423 und ihre Lesarten κνίσην, (τὰ) κνίση, (τῇ) κνίσῃ vergleiche man La Roche Homer. Teztkritik S. 299, welcher Forscher nicht zu der hier vorgetragenen Ansicht gelangt ist. Das Aristonicëische Scholium A zu Iliad. 21, 363 erwähnt La Roche gar nicht; er hat offenbar übersehen, daß in diesem Scholium die Aristarchische Lesart (τὰ) κνίση steckt. Den Stellen des Eustathius, welche La Roche anführt, kann man Iliad. 7, 95 p. 668, 32, Odyss. 3, 457 p. 1477, 1 und Odyss. 17, 214 p. 1817, 3 hinzufügen. Als Parallelstellen zu Iliad. 2, 423 kennt La Roche nur Odyss. 3, 457 und 12, 360; die Stelle Iliad. 1, 460 nennt er nicht.
-
10 κατακορής
κατακορής, ές,3 of colours, deep,μέλαν κατακορές Pl.Ti. 68c
, cf. Arist.Col. 795a3; Χρῶμα ὅμοιον ῥόδῳ κ. Thphr. HP4.8.7, cf. S.E.P.1.105; , cf. Epid.4.20;τὰ κ. πονηρά Id.Coac. 601
;ἐρύθημα Id.Epid.7.7
; στήθεα κ. dub. sens. ib.2.6.14, cf. Gal.19.108.4 of harmony, complete,τῆς κοσμικῆς συμφωνίας κ. τι καὶ παναρμόνιον φθεγγομένης Nicom.Harm.3
; - κορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν ib.5; - κορέστερον μέλος, of the spheres, lamb.VP15.65.II metaph., intense, violent, δίψα, ῥύσις, Hp. Epid.7.11, Medic.6;βήξ Id.Epid.7.26
; profound, ὕπνος ib.7.2.b metaph., βαθὺ καὶ κ. αἴνιγμα a profound problem, Ph.1.659; ἀμετάβλητος καὶ κ. γνώμη a deep resolve, Id.1.78.2 immoderate, wearisome, παρρησία, συνουσία, Pl.Phdr. 240e, Lg. 776a; ἂν ᾖ κατακορῆ [ τὰ ἐπίθετα] Arist.Rh. 1406a13, cf. Demetr.Eloc. 303;κατακορὴς ἀπείλει Tim.Pers.79
;τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κ. ὄντος Plb. 31.26.10
, cf. 32.2.5;ὁ Δημοσθένης.. ἐν τῷ γένει τούτῳ -έστατος Longin.22.3
;- εστέραις κέχρηται ταῖς αὐστηραῖς ἁρμονίαις D.H.Dem. 45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακορής
-
11 σφοδρός
A vehement, violent, excessive (used by Hom. once in Adv., v. infr.),πόνος Hp.Aph.2.46
; καῦμα, γυμνάσιον, Gal.15.39, 153;ἀγρυπνία Id.18(2)
33;σφυγμός Sor.2.27
;μῖσος Th.1.103
;λόγοι Com.Adesp.28D.
; ([comp] Comp.);αἱ σ. ἡδοναί Id.Phlb. 52c
; ἀλγήματα τοῦ σώματος πάνυ ς. D.54.11; δίψος ς. PTeb.272.7 (ii A.D.); δίψα ς. Gal.16.564;- οτέρα ὁμοιότης Arist.Top. 103a22
;ταραχὴ-οτέρα Phld.D.1.12
;- ότερος κίνδυνος Gal.16.686
; τὸ ς. vehemence, excess, Pl.Phlb. 52c.2 of men, violent, impetuous, νέος καὶ σ., σ. καὶ νέος, Id.Lg. 698e, 839b; φιλότιμοι καὶ ς. Id.Ap. 23e; σ. ἐφ' ὅτι ὁρμήσειεν ib. 21a;πρὸς τὸ πλεονεκτεῖν X.Cyr.2.2.25
; also, active, zealous, ὑπηρέται ib.2.1.31; strong, robust,ἡ γεωργία σ. τὸ σῶμα παρέχει Id.Oec.5.5
.II Adv. - ῶς vehemently, etc.,μάλα σ. ἐλάαν Od.12.124
; πάνυ ς. X.Oec.1.21; alone, ib.5.4,13, Pl.Ap. 23e, Ti. 43d, Arist.Cat. 8b22;σ. χειμαζομένων Act.Ap.27.18
; θερμαίνοντες ἢ ψύχοντες ς. Gal.15.63; but in [dialect] Att. σφόδρα (q.v.) is the common Adv.: [comp] Comp. , Gal.15.126;- οτέρως Thphr.CP5.9.13
, 5.10.1, Phld.Piet.76: [comp] Sup.- ότατον X.Eq.12.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφοδρός
-
12 λῑμός
λῑμός, ὁ 8auch ἡ, H. h. Cer. 312, von den Gramm. für dorisch erkl., vgl. Schol. Ar. Ach. 743; in späterer Prosa vorherrschend, Pol. 1, 84, 9 u. a. Sp.), Mangel an Nahrung ( λείπω), Hungersnoth, Hunger; δίψα τε καὶ λιμός, Il. 19, 166, ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός, Od. 12, 332, öfter; λιμῷ ϑανέειν, vor Hunger sterben, 12, 342; λιμὸν ὁμοῠ καὶ λοιμόν, Hes. O. 241; αἰανής, Pind. I. 1, 49; πλεῖστοι ϑάνον δίψει τε λιμῷ τε, Aesch. Pers. 483, öfter, wie bei den anderen Tragg.; λιμῷ πιεζόμενοι, Her. 6, 139, ὑπὸ λιμοῠ, 8, 115; λιμῷ ἀποϑανεῖν, Plat. Gorg. 464 d, u. sonst überall in Prosa. – Auch übertr., ἤδη γὰρ εἶδον λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι γνώμην τε μεγάλην ἐν πένητι σώματι Eur. El. 371. – Auch = Heißhunger, Medic. – Komisch = der Hungerleider, Posidipp. Ath. IX, 376 (v. 12); vgl. Eust. 1828, 6.
-
13 λιμός
λῑμός, οῦ, ὁ ([dialect] Dor. ἡ, acc. to Phryn.164, used by the Megarian in Ar.Ach. 743, cf. Herod.2.17, Bion Fr.14.4; Λ. ἔχων γυναικὸς μορφήν Callisth. ap. Ath.10.452b; also h.Cer. 311, Call.A Fr.anon.43, Plb.1.84.9, AP9.89 (Phil.), Ev.Luc.15.14, Act.Ap.11.28):—hunger, famine,δίψα τε καὶ λ. Il.19.166
;λιμῷ θανέειν Od.12.342
;λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν Hes.Op. 243
, cf. Th.2.54;λ. αἰανής Pi.I.1.49
;λιμῷ συνεστεῶτας Hdt. 7.170
;σκότῳ λ. ξύνοικος A.Ag. 1642
;δείπνου προφήτην λιμόν Antiph. 217.23
;ἅπανθ' ὁ λ. γλυκέα πλὴν αὑτοῦ ποιεῖ Id.293
;ὁ δὲ λ. ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον Id.86.6
: prov., ἀπολεῖτε λιμῷ Μηλίῳ, referring to the siege of Melos, Ar.Av. 186: metaph.,ἤδη γὰρ εἶδον.. λιμόν τ' ἐν ἀνδρὸς πλουσίου φρονήματι, γνώμην δὲ μεγάλην ἐν πένητι σώματι E.El. 371
. -
14 κιχάνω
κιχάνω, conj. wie von κίχημι, κιχείω, Il. 1, 26, κιχείομεν, 21, 128, optat. κιχείην, 2, 188, inf. κιχῆναι, ep. κιχήμεναι, Od. 16, 357, Nonn., partic. κιχείς, Il. 16, 342, med. κιχάνομαι, Il. 19, 289, κιχήμενος, 11, 451 u. öfter, imperf. κιχήτην, 10, 376, u. nach Analogie von ἐτίϑουν, ἐτίϑεις, auch ἐκίχεις, Od. 24, 284 (ein Präsens κιχέω kommt nicht vor), fut. κιχήσομαι, aor. ἔκιχον, κιχών, u. bei sp. D. ἐκίχησα, auch med. ἐκιχησάμην, Il. 4, 385; Hesych. führt auch κίξατο u. κίξαντες an; – erreichen, antreffen, finden; μή σε, γέρον, κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω Il. 1, 26, öfter; int Lauf einholen, Ἀκάμαντα κιχεὶς ποσὶ καρπαλίμοισι Il. 16, 342, κιχάνετε μηδὲ λίπησϑον 23, 407; δουρί 10, 370; auch βέλος κιχήμενον, 5, 187; κιχάνει δίψα τε καὶ λιμός 19, 165; νῦν αὖτέ με μοῖρα κιχάνει 22, 203, wie φϑῆ σε τέλος ϑανάτοιο κιχήμενον 11, 451; ἄστυ, die Stadt einnehmen, 21, 128; Pind. nur im aor. II., ἀετόν P. 2, 50; κιχήσατο Archil. frg. 41; κιχάνει δέ μιν Ἑρμῆς Aesch. Ch. 613; μέχρις μυχοὺς κίχωσι τοῠ κάτω ϑεοῦ Soph. Ai. 568, der auch den gen. damit abdt, ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου κιχήσεταί μου; O. C. 1484; λιμένα ἔκιχεν Eur. Bacch. 901; μὴ μίασμά μ' ἐν δόμοις κίχῃ Alc. 22; sp. D., εὕδοντας ἐκίχησε φυλακτῆρας Opp. Hal. 5, 116, Nonn. – [Bei Hom. ist α lang, bei den Att. kurz, die aber ι im praes. lang brauchen, z. B. Soph. O. C. 1451 Aesch. Ch. 613 Eur. Alc. 480; weshalb κιγχάνω zu schreiben scheint, vgl. Eust. zu Od. 5, 84 u. Phot.]
-
15 αὐχμηρός
αὐχμηρός, trocken, dürr, τόπος, Plat. Legg. VI, 761 b; νῶτα Λιβύης Ep. ad. 398 (VII, 626); ἠϊόνες ad. 128 (VI, 23); so ϑέρος, δίψα, Ep. ad. 176; Mel. 10 (VI, 21. XII, 133); αὐχμηρὸν οὖδας Eur. Alc. 950; übh. schmutzig, verwildert, ϑρίξ Soph. frg. 422; πλόκαμος Eur. Or. 587; χαίτη Theocr. 25, 225; αὐχμηρὰ τὴν κόμην Luc. Somn. 6; βίος, Saltat. 1, wo dabei steht μόνον τὸ σκληρὸν ἀγαϑὸν ἡγούμενος; wie Plat. αὐχμηρὸς καὶ σκληρός Conv. 203 c; Ar. Nubb. 910 steht dem αὐχμεῖν αἰσχρῶς – εὖ πράττειν entgegen; aber Plut. 84 ist es, wie aus dem Folgdn erhellt, ungewaschen. Bei Philip. ep. 17 (VI, 62) ist αὐχμηρὸς λίϑος der Bimsstein; Sp. arm, dürftig, Man. 2, 454.
-
16 ἄ-παυστος
-
17 αυλή
-
18 κόβω
(παθ. αόρ. κόπηκα) 1. μετ.1) резать, разрезать; рассекать; срезать, отрезать, обрезать; 2) прям., перен. рвать, разрывать;κόβω τίς σχέσεις — разрывать отношения;
3) рвать, срывать (цветы, фрукты);4) урезать, сокращать, уменьшать; δεν έκοψε οδτε λεπτό он не сделал скидки ни на одну лепту; 5) обрезать, порезать, поранить; 6) стричь (волосы, ногти);κόβ τα μαλλιά μου — стричься;
7) кроить (одежду, обувь);8) рубить (лес); 9) чеканить (монету); 10) молоть, размалывать (кофе и т. п.); 11) бросить, прекращать (курение и т. п.); 12) прекращать подачу (воды, газа и т. п.), перекрывать (воду, газ и т. п.); отрезать (свет); 13) назначать (сумму);κόβ τιμή — назначать, определять цену;
14) отнимать, отбивать (охоту к чему-л.);κόβ την όρεξη — отбивать аппетит;
κόβω την δίψα — утолять жажду;
15) резать, причинять боль; жать (о ботинках и т. п.);τό σχοινί μού κόβει τα δάχτυλα — верёвка режет пальцы;
16) απρόσ.:τί σε κόβει; — какое тебе дело?;
αυτό με κόβει πολύ — это меня очень интересует;
πόσο κόβει αυτό; — сколько это стоит?;
§ κόβω καρφιά — дрожать от холода;
κόβω χρήματα ( — или παράδες) — много зарабатывать;
κόβω δρόμο — а) срезать путь;
б) покрывать большое расстояние; много ходить;κόβω δεξιά (αριστερά) — поворачивать вправо (влево);
κόβω πολλές ψευτιές — много врать;
κόβω καί ράβω — а) самовольничать, делать всё, что заблагорассудится; — б) много болтать;
του κόψανε χίλιες δραχμές μισθό ему назначили жалованье тысячу драхм;αυτή η δουλειά κόβει γόνατα — эта работа валит с ног;
εδώ μας έκοψε το κρύο здесь нас насквозь пронизал холод;μου κοψες το αίμα (или τη χολή) ты меня здорово напугал; με κόψανε στα χαρτιά маня обставили в карты; 2. αμετ. резать, быть годным для рёзанья;δεν κόβει το μαχαίρι — нож не режет;
§ κόβει το μυαλό ( — или τό κεφάλι) του — он хорошо соображает, голова у него хорошо работает;
κόβει η γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;
έκοψε το γάλα молоко свернулось;έκοψε το κρασί вино прокисло; τό χρώμα έκοψε краска вылиняла; έκοψε το κρύο (ο αέρας) холод (ветер) спал; κόφτο! прекрати!; κόφτο από δώ уходи отсюда, убирайся, проваливай;1) — надрываться, стараться изо всех сил;κόβομαι
κόβομαι όλη την ημέρα στα τρεξίματα — быть целый день в бегах;
2) важничать, надуваться;3) успокаиваться, стихать (о ветре, буре); κόπηκε ο άνεμος ветер стих; 4) ухаживать (за женщиной); интересоваться (женщинами); 5) обрезаться, порезаться; κόπηκα στο ξύρισμα я брился и порезался; 6) прекращаться, истощаться, иссякать; κόπηκε η αναπνοή μου у меня перехватило дыхание; κόπηκε η φωνή μου у меня пропал голос; κόπηκε η όδρεξή μου у меня пропал аппетит; κόπηκαν τα πόδια μου или μου κόπηκαν τα πόδια у меня отнялись ноги, я без ног (от усталости); 7) сокращаться, уменьшаться; μου κόπηκε ο πυρετός температура у меня понизилась; 8) рваться, лопаться; § μου κόπηκαν τα ήπατα а) я здорово испугался; б) мой силы иссякли; μου κόπηκαν τα γόνατα ноги у меня подкосились; κόπηκα στα εξοδα я понёс большие расходы -
19 Όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται
Όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται– Ο πεινασμένος βλέπει ψωμιά κι ο διψασμένος βρύσες, και ο ξυπόλητος θωρεί παπούτσια με τις μύτες– Όποιος διψά, βρύσες βλέπει στ' όνειρά του– Το νηστικό τ' ορνίθι βλέπει στον ύπνο του καλαμπόκι• Голодной курице просо снитсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται
-
20 Το νηστικό τ' ορνίθι βλέπει στον ύπνο του καλαμπόκι
Όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται– Ο πεινασμένος βλέπει ψωμιά κι ο διψασμένος βρύσες, και ο ξυπόλητος θωρεί παπούτσια με τις μύτες– Όποιος διψά, βρύσες βλέπει στ' όνειρά του– Το νηστικό τ' ορνίθι βλέπει στον ύπνο του καλαμπόκι• Голодной курице просо снитсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το νηστικό τ' ορνίθι βλέπει στον ύπνο του καλαμπόκι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δίψα — η (AM δίψα) 1. η φυσιολογική ανάγκη που αισθάνεται κανείς για να πιει νερό ή άλλο υγρό 2. διακαής πόθος, ακράτητη επιθυμία («δίψα για εκδίκηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ομηρ. μτχ. < διψάων και το απαρμφ. διψήν παρουσιάζουν όμοιο… … Dictionary of Greek
αρματολοί και κλέφτες — Στρατιωτικά σώματα όπου ήταν οργανωμένοι οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία, τα οποία έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία. Τα πρώτα σώματα που δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση ήταν των αρματολών. Τα στελέχωσε… … Dictionary of Greek
Τάνταλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Φρυγίας και της Λυδίας, πατέρας του Πέλοπα, του επώνυμου ήρωα της Πελοποννήσου. Ήταν κυρίως γνωστός για το μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκε στον Άδη, όπου τον βασάνιζαν αιώνια η πείνα και η δίψα· ήταν… … Dictionary of Greek
πείνα — Η έλλειψη τροφής, λιμός. Η λήψη θρεπτικών ουσιών καταπραΰνει την π. Το ποσό των τροφίμων που απαιτείται για να κορεστεί η π. ποικίλλει ανάλογα με τα άτομα και το κλίμα. Απεργία π. λέγεται ιδιότυπο είδος απεργίας που χρησιμοποιήθηκε στους… … Dictionary of Greek
υδροκεφαλία — (Ιατρ.). Πάθηση της παιδικής ηλικίας, κατά την οποία παρατηρείται υπερβολική συσσώρευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού στην κρανιακή κοιλότητα και αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης. Ανάλογα με το χρόνο της ανάπτυξής της η υ. διακρίνεται σε συγγενή και… … Dictionary of Greek
Κουίν, Άντονι — (Anthony Quinn, Μεξικό 1915 – 2001). Μεξικανός ηθοποιός. Αρρενωπός, με εντυπωσιακό παράστημα, βαριά φωνή και πληθωρική ερμηνεία, συνδέθηκε γρήγορα με ανάλογους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Ερμήνευσε σκληρούς, τραχείς και εκρηκτικούς… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από … Dictionary of Greek
διψοκαμένος — και διψοκαημένος, η, ο καμένος απ’ τη δίψα, πολύ διψασμένος … Dictionary of Greek
ψοφοδιψώ — και ασυναίρ. τ. ψοφοδιψάω Ν διψώ πολύ, πεθαίνω από τη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + διψώ] … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek